ΑΝΘΡΩΠΟΦΥΛΑΚΕΣ – Περικλής Κοροβέσης, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων
Εδώ και πάρα πολύ καιρό, το ενδιαφέρον μας για την Ελλάδα ήταν πολύ μικρό. Μέχρι που ο Αρτούρο Ούι κατέλαβε την εξουσία στην Αθήνα, την 21η Απριλίου 1967, και τα πράγματα άλλαξαν. Η παρισινή ιντελιγκέντσια είχε ξεχάσει αυτή τη χώρα, εντούτοις καυτό σημείο του κόσμου, και έστρεφε το ενδιαφέρον της σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Για την Ελλάδα είμαστε κακώς πληροφορημένοι. Ιδού λοιπόν κάποια έργα που θα μας επιτρέψουν να καταλάβουμε καλύτερα τη μοίρα αυτής της μικρής χώρας: Κατ’ αρχάς είναι οι Ανθρωποφύλακες του Περικλή Κοροβέση, μια μαρτυρία για τα βασανιστήρια που υπέστη. Ένας νέος άνθρωπος κρατείται στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας, απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Από την εποχή του βιβλίου του Αλέγκ “Η Ανάκριση” και την “Ομολογία” του Λόντον ποτέ δεν έτυχε να διαβάσουμε κάτι τόσο συγκλονιστικό όσο οι Ανθρωποφύλακες. Αλλά πρέπει να το παραλληλίσουμε περισσότερο με την “Ανάκριση”, γιατί και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι.
Παρεμπιπτόντως, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για τη δολοφονία του Λαμπράκη, που έγινε παγκοσμίως γνωστή από το φιλμ Ζ. Ένας αστυνομικός λέει στον Κοροβέση, όταν αυτός ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του: “Δεν θυμάσαι ότι σε πάτησε ένα αυτοκίνητο”. Οι “Ανθρωποφύλακες” είναι κάτι περισσότερο και καλύτερο από τις σαδιστικές μεθόδους. Μαρτυρούν έναν θρίαμβο που κατήγαγε ένας άνθρωπος απέναντι στα κτήνη και κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει την προσωπικότητά του. Αλλά υπάρχουν κι άλλες συγκλονιστικές στιγμές, λεπτομέρειες για την ιεραρχία των βασανιστών που καταγράφηκαν ζωντανά από τον Κοροβέση.
“Εγώ είμαι ένα τίποτα”, εξομολογείται ένας βασανιστής. “Δεν είμαι παρά ένας φτωχός υπάλληλος, που έχει γυναίκα και παιδιά. Και τι μισθό παίρνω απ’ αυτή τη δύσκολη δουλειά; Έναν μισθό της πείνας. Δουλεύω είκοσι χρόνια και δεν έχω πουκάμισο ν’ αλλάξω. Είμαι κι εγώ ένας προλετάριος που τον εκμεταλλεύονται. Κάνω εγώ όλη τη σκληρή δουλειά. Και ποιος παίρνει τις προαγωγές; Ο Καραπαναγιώτης”.
Ο συγγραφέας των Ανθρωποφυλάκων απελευθερώθηκε -ο ολοκληρωτισμός έχει κι αυτός τα ατυχήματά του-, έγραψε αυτή την κατάθεση και ας δεχτεί τις ευχαριστίες μας.
Εδώ και πάρα πολύ καιρό, το ενδιαφέρον μας για την Ελλάδα ήταν πολύ μικρό. Μέχρι που ο Αρτούρο Ούι κατέλαβε την εξουσία στην Αθήνα, την 21η Απριλίου 1967, και τα πράγματα άλλαξαν. Η παρισινή ιντελιγκέντσια είχε ξεχάσει αυτή τη χώρα, εντούτοις καυτό σημείο του κόσμου, και έστρεφε το ενδιαφέρον της σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Για την Ελλάδα είμαστε κακώς πληροφορημένοι. Ιδού λοιπόν κάποια έργα που θα μας επιτρέψουν να καταλάβουμε καλύτερα τη μοίρα αυτής της μικρής χώρας: Κατ’ αρχάς είναι οι Ανθρωποφύλακες του Περικλή Κοροβέση, μια μαρτυρία για τα βασανιστήρια που υπέστη. Ένας νέος άνθρωπος κρατείται στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας, απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Από την εποχή του βιβλίου του Αλέγκ “Η Ανάκριση” και την “Ομολογία” του Λόντον ποτέ δεν έτυχε να διαβάσουμε κάτι τόσο συγκλονιστικό όσο οι Ανθρωποφύλακες. Αλλά πρέπει να το παραλληλίσουμε περισσότερο με την “Ανάκριση”, γιατί και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι.
Παρεμπιπτόντως, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για τη δολοφονία του Λαμπράκη, που έγινε παγκοσμίως γνωστή από το φιλμ Ζ. Ένας αστυνομικός λέει στον Κοροβέση, όταν αυτός ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του: “Δεν θυμάσαι ότι σε πάτησε ένα αυτοκίνητο”. Οι “Ανθρωποφύλακες” είναι κάτι περισσότερο και καλύτερο από τις σαδιστικές μεθόδους. Μαρτυρούν έναν θρίαμβο που κατήγαγε ένας άνθρωπος απέναντι στα κτήνη και κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει την προσωπικότητά του. Αλλά υπάρχουν κι άλλες συγκλονιστικές στιγμές, λεπτομέρειες για την ιεραρχία των βασανιστών που καταγράφηκαν ζωντανά από τον Κοροβέση.
“Εγώ είμαι ένα τίποτα”, εξομολογείται ένας βασανιστής. “Δεν είμαι παρά ένας φτωχός υπάλληλος, που έχει γυναίκα και παιδιά. Και τι μισθό παίρνω απ’ αυτή τη δύσκολη δουλειά; Έναν μισθό της πείνας. Δουλεύω είκοσι χρόνια και δεν έχω πουκάμισο ν’ αλλάξω. Είμαι κι εγώ ένας προλετάριος που τον εκμεταλλεύονται. Κάνω εγώ όλη τη σκληρή δουλειά. Και ποιος παίρνει τις προαγωγές; Ο Καραπαναγιώτης”.
Ο συγγραφέας των Ανθρωποφυλάκων απελευθερώθηκε -ο ολοκληρωτισμός έχει κι αυτός τα ατυχήματά του-, έγραψε αυτή την κατάθεση και ας δεχτεί τις ευχαριστίες μας.
—

Το καλοκαίρι του 1936 ο φασιστικός στρατός του Φράνκο βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση. Οι δημοκρατικοί καταλάμβαναν τον Ιούλιο τις ζώνες με τη μεγαλύτερη βιομηχανική ανάπτυξη, τον μεγαλύτερο πλούτο και με τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα στην Ισπανία. Ο ισπανικός λαός νικούσε στους δρόμους και καταλάμβανε στρατόπεδα σε μικρές και μεγάλες πόλεις, επιδεικνύοντας μεγάλο ηρωισμό.
Πώς χάθηκε, λοιπόν, η Ισπανική Επανάσταση; Ποιες ήταν οι αιτίες της ήττας; Ήταν τα πολιτικά ή τα στρατιωτικά λάθη που έκριναν την έκβαση του πολέμου; Τα στρατιωτικά λάθη ήταν μόνο απόρροια επιχειρησιακής ανικανότητας ή και συγκεκριμένων πολιτικών στρατηγικών και τακτικών; Υπό ποιες προϋποθέσεις η σύγκρουση με τους φασίστες θα είχε αίσια έκβαση;
Ο Αβραάμ Γκιγέν, πολεμιστής και ο ίδιος στις μάχες εναντίον του Φράνκο, αναλύει τις αιτίες της ήττας των δημοκρατικών από στρατιωτική πλευρά, δίνοντας μια πλήρη εικόνα από κάθε ξεχωριστό μέτωπο του πολέμου, συνδέοντας όμως τα λάθη στα πεδία των μαχών με τα λάθη και τα αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο της πολιτικής.
Η ήττα, τελικώς, δεν ήταν πρωτίστως ή μόνο στρατιωτική· ήταν αποτέλεσμα μιας αδυσώπητης πολιτικής μάχης για μια εξουσία που, από ένα σημείο και μετά, δεν εδραζόταν πουθενά.
Το καλοκαίρι του 1936 ο φασιστικός στρατός του Φράνκο βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση. Οι δημοκρατικοί καταλάμβαναν τον Ιούλιο τις ζώνες με τη μεγαλύτερη βιομηχανική ανάπτυξη, τον μεγαλύτερο πλούτο και με τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα στην Ισπανία. Ο ισπανικός λαός νικούσε στους δρόμους και καταλάμβανε στρατόπεδα σε μικρές και μεγάλες πόλεις, επιδεικνύοντας μεγάλο ηρωισμό.
Πώς χάθηκε, λοιπόν, η Ισπανική Επανάσταση; Ποιες ήταν οι αιτίες της ήττας; Ήταν τα πολιτικά ή τα στρατιωτικά λάθη που έκριναν την έκβαση του πολέμου; Τα στρατιωτικά λάθη ήταν μόνο απόρροια επιχειρησιακής ανικανότητας ή και συγκεκριμένων πολιτικών στρατηγικών και τακτικών; Υπό ποιες προϋποθέσεις η σύγκρουση με τους φασίστες θα είχε αίσια έκβαση;
Ο Αβραάμ Γκιγέν, πολεμιστής και ο ίδιος στις μάχες εναντίον του Φράνκο, αναλύει τις αιτίες της ήττας των δημοκρατικών από στρατιωτική πλευρά, δίνοντας μια πλήρη εικόνα από κάθε ξεχωριστό μέτωπο του πολέμου, συνδέοντας όμως τα λάθη στα πεδία των μαχών με τα λάθη και τα αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο της πολιτικής.
Η ήττα, τελικώς, δεν ήταν πρωτίστως ή μόνο στρατιωτική· ήταν αποτέλεσμα μιας αδυσώπητης πολιτικής μάχης για μια εξουσία που, από ένα σημείο και μετά, δεν εδραζόταν πουθενά.
—

Η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη υπό το πρίσμα της κριτικής στην τυφλή ανάπτυξη, την απεριόριστη επέκταση της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Ο Καστοριάδης έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος του έργου του στο ερώτημα με ποιο τρόπο μπορεί η κοινότητα να επανοικειοποιηθεί τους θεσμούς της, τη δημιουργική της δύναμη και την αυτονομία της. Η μελέτη του καστοριαδικού έργου είναι σήμερα απαραίτητη, περισσότερο από ποτέ, για την ανάπτυξη μιας θεμελιώδους κριτικής στο καπιταλιστικό σύστημα.
Οι κοινωνίες θεμελιώθηκαν πάνω σε αντιλήψεις που επέτρεπαν στα μέλη τους να νοηματοδοτήσουν ό,τι γινόταν μέσα και έξω από αυτές. Αυτοί οι “θεσμοί” -καρπός του συλλογικού φαντασιακού- ονομάζονταν πνεύματα, πρόγονοι, ήρωες, θεοί… Στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες, τη θέση τους πήρε η “οικονομία”. Η ακλόνητη πίστη στην οικονομική μεγέθυνση, τη δύναμη της τεχνολογίας και την ανάπτυξη είναι η έκφραση της φαντασίωσης για μια ορθολογική κυριαρχία επί του κόσμου, η οποία όμως απειλεί πια την ίδια την επιβίωσή του. Είναι ανάγκη να σπάσει αυτό το φαντασιακό, για να πετύχουμε την αυτονομία, ανακτώντας τη συνείδηση της επαναστατικής μας δύναμης για τη δημιουργία νέων θεσμών.
Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της ατομικής αυτονομίας και της συμμετοχής όλων στις αποφάσεις που τους αφορούν. Αντίθετα με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία αποξενώνει τους αντιπροσώπους από αυτούς που αντιπροσωπεύουν, η άμεση δημοκρατία, την οποία επαγγέλεται ο Καστοριάδης, είναι δυνατή με προϋπόθεση τη δημοκρατική παιδεία των ελεύθερων πολιτών.
—

Πόσο εύκολο είναι να ονομάζεσαι Γιονάταν, Γιούρι, Τάλι, Γκιλ, Σάρα, Ρουθ και να θέλεις να απαλλαγείς από τα “σιωνιστικά γυαλιά” που -στις πλείστες των περιπτώσεων- σου έχουν φορέσει από την ημέρα που γεννήθηκες στο Ισραήλ; Και ποιο είναι το τίμημα αν τολμήσεις να το κάνεις; Να μεγαλώνεις σε ένα εθνικιστικό περιβάλλον, να μαθαίνεις αριθμητική στο σχολείο μετρώντας τανκς αντί για μήλα και η μπάλα σου να πέφτει συνέχεια σε πόδια στρατιωτών που φυλάνε κάθε γωνιά στο όνομα της “ασφάλειας”. Και τι θα συμβεί αν μια μέρα η συνείδησή σου ξυπνήσει και καταλάβει το νόημα του σιωνισμού και της κατοχής; Αν μια μέρα σπάσει τα τείχη του φόβου, του ρατσισμού, του εθνικισμού που για χρόνια χτίζουν μέσα στο κεφάλι σου; Αν αρνηθείς να υπηρετήσεις στον στρατό για να μη γίνεις συνένοχος στο έγκλημα; Και αν τελικά αποφασίσεις ότι η ελευθερία δεν μπορεί να είναι προνόμιο των λίγων “εκλεκτών” και σταθείς στο πλευρό των καταπιεσμένων;
Αυτοί είναι οι Αναρχικοί Ενάντια στο Τείχος: μία από τις πιο γενναίες και αφοσιωμένες ομάδες που δουλεύουν ενάντια στην κατοχή. Πηγαίνουν εκεί που άλλοι Ισραηλινοί φοβούνται να πάνε, βάζουν τους εαυτούς τους τακτικά σε σωματικό και συναισθηματικό κίνδυνο, και οικοδομούν ένα εντελώς νέο επίπεδο συμμαχιών με τους Παλαιστίνιους που αγωνίζονται για δικαιοσύνη.
—

Να καθαρίζουν μπάτσους, έτσι, στα καλά καθούμενα, είναι ήδη κάτι το ασυνήθιστο. Μα να τους λιανίζουν κιόλας, να τους κόβουν φέτες, κομματάκια και στο τέλος να τους τρώνε, αυτό πια μοιάζει στ’ αλήθεια με αστείο. Μόνο που οι τρεις τύποι είναι μάλλον από αυτούς που κάνουν αστεία στα σοβαρά.
«Ένας από τους λαμπρότερους εκπροσώπους μιας γενιάς συγγραφέων, ο Φαζαρντί έβαλε τη σφραγίδα του στο γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα γράφοντας βιβλία ανατρεπτικά, μαύρα, βίαια, στρατευμένα… Γι’ αυτόν, το νουάρ μυθιστόρημα είναι το καλύτερο μέσο διερεύνησης της σύγχρονης κοινωνίας… Το “Φονιάδες Μπάτσων” επιβάλλεται αμέσως ως αριστούργημα, με έναν καινούργιο τόνο και μια γραφή κοφτή, αποτελεσματική, χωρίς παραχωρήσεις» (Εφημερίδα Liberation)
«Το “Φονιάδες Μπάτσων” ήταν ένα βιβλίο γραμμένο με τόση βία και οργή, που μας άφησε όλους άναυδους» (Ζαν Βωτρέν, συγγραφέας)
«Ένας μεγάλος συγγραφέας που, μαζί με τον Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, άλλαξε εκ βάθρων το αστυνομικό μυθιστόρημα τη δεκαετία του 1970» (Περιοδικό Le Nouvel Observateur)
«[Για τον Φαζαρντί] το νουάρ μυθιστόρημα είναι ένα μέσο συνέχισης της επανάστασης» (Περιοδικό Marianne)